ζεύκι

ζεύκι
το
βλ. ζέφκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζεύκι — το ιού, φαγοπότι, διασκέδαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζέφκι — και ζεύκι, το 1. διασκέδαση, φαγοπότι 2. (ως επίρρ.) φρ. «τήν περνάω ζέφκι» περνάω ωραία, διασκεδάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zevk] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”